- μαγαρίς
- μαγαρίς, -ίδος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μικρὰ σπάθη».[ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο δεν θεωρείται ορθή. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. τού ματαρίς, που συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησυχίου μαδάρεις «τὰς πλατυτέρας λόγχας τῶν κεράτων» και με το λατ. mataris, που σήμαινε «γαλατικό ακόντιο, δόρυ»].
Dictionary of Greek. 2013.